αποκύημα

αποκύημα
το порождение, плод;

αποκύημα της φαντασίας — порождение, плод фантазии


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αποκύημα" в других словарях:

  • αποκύημα — το (Μ ἀποκύημα) προϊόν τοκετού, γέννημα νεοελλ. φρ. «αποκύημα ή αποκυήματα φαντασίας» δημιουργήματα της φαντασίας, φαντασιώσεις …   Dictionary of Greek

  • αποκύημα — το, ατος γέννημα, συνήθως στη φράση: Αυτά είναι αποκυήματα της φαντασίας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φάντασις — άσεως, ἡ, Α [φαντάζω, όμαι] 1. φαντασία 2. αποκύημα φαντασίας …   Dictionary of Greek

  • φαντασίωση — η / φαντασίωσις, ώσεως, ΝΜ [φαντασιῶ] ο σχηματισμός φανταστικών παραστάσεων νεοελλ. 1. συνεκδ. πλάσμα τής φαντασίας, αποκύημα τής φαντασίας 2. (ψυχολ.) α) φανταστική παράσταση, που ερμηνεύει επιθυμίες λιγότερο ή περισσότερο συνειδητές β) (στην… …   Dictionary of Greek

  • φαντασμός — ο, ΝΜΑ, και φανταγμός Ν [φαντάζω, ομαι] αποκύημα τής φαντασίας νεοελλ. (στην ποίηση) όνειρο νεοελλ. μσν. έπαρση, αλαζονεία αρχ. στον πληθ. οἱ φαντασμοί μάταιες ελπίδες, απραγματοποίητες σκέψεις, ουτοπίες …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»